- ναρθηκισμός
- ναρθηκ-ισμός, ὁ, prob.A = ἐπίκρουσις 1, Dsc.Eup.1.233.2 splinting of planks with laths, Apollod.Poliorc.160.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναρθηκισμός — splinting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρθηκισμός — ο (Α ναρθηκισμός) [ναρθηκίζω] ναρθήκισμα αρχ. ιατρική επίκρουση ενός σημείου τού σώματος με διαγνωστικό σκοπό … Dictionary of Greek
ναρθηκισμόν — ναρθηκισμός splinting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσκιωμα — το, ατος 1. η περιτύλιξη βρέφους με φασκιά, η σπαργάνωση, το σπαργάνωμα: Χαλαρό φάσκιωμα. 2. η περίδεση σπασμένου μέλους του σώματος με νάρθηκα, ο ναρθηκισμός, το καλάμωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)